Ορισμένα συστήματα διαθέτουν μεταβλητή υποβοήθηση και συνδυάζονται με μια ηλεκτρονική μονάδα που ελέγχει το βηματικό μοτέρ, ένας μικρός ηλεκτροκινητήρας που ρυθμίζει την βηματική βαλβίδα μέσω ενός σετ γραναζιών μεταβάλλοντας την δίοδο του υγρού. Έτσι, ανάλογα και με την ταχύτητα του αυτοκινήτου και την θέση της κολόνας επαναπροσδιορίζει την αίσθηση που αποκομίζει ο οδηγός από το τιμόνι. Τα τελευταία υδραυλικά συστήματα συνδυάζονται με αισθητήρα που αντιλαμβάνεται την μεταβολή της γωνιακής ταχύτητας της κολόνας του τιμονιού. Γενικά η μέγιστη τιμή της υποβοήθησης, η οποία θεωρητικά φτάνει τα 120bar, στην πράξη δεν ξεπερνά τα 80bar, και την μέγιστη τιμή την συναντάμε στην διαδικασία επιτόπιων ελιγμών.
Στην περίπτωση αυτή το έργο που καταναλώνει η αντλία από τον κινητήρα γίνεται αντιληπτό αν παρατηρήσετε το σκαμπανέβασμα του δείκτη του στροφόμετρου. Η αύξηση όμως της πίεσης στο κύκλωμα έχει ως συνέπεια η αίσθηση του τιμονιού να ελαφρύνει υπερβολικά. Έτσι λοιπόν όσο το αυτοκίνητο αυξάνει ταχύτητα η μονάδα ελέγχου η οποία λαμβάνει πληροφορίες και από τους αισθητήρες του ABS δίνει εντολή σε μια ηλεκτρομαγνητική βαλβίδα να μειώσει την πίεση ώστε να βαρύνει η αίσθηση του βολάν. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν οι τροχοί βρίσκονται σε ευθεία στο υδραυλικό κύκλωμα επικρατεί ισορροπία, δηλαδή μηδενικές -πάντα θεωρητικά- πιέσεις.
Στα ηλεκτροϋδραυλικά συστήματα υπάρχουν γραναζωτές αντλίες που λαμβάνουν κίνηση από έναν ηλεκτροκινητήρα. Με αυτό τον τρόπο η κίνηση της αντλίας δεν εξαρτάται από τις στροφές του κινητήρα και είναι ανεξάρτητη ενώ η υποβοήθηση διατηρείται ακόμη και αν ο κινητήρας απενεργοποιηθεί. Επίσης, η ύπαρξη του ηλεκτροκινητήρα επιτρέπει την παραμετροποίηση της υποβοήθησης και σε ορισμένα μοντέλα συναντάμε συγκεκριμένες επιλογές (π.χ. Ford Focus, C-MAX κ.α.)