Οι εξελίξεις στον κόσμο της Formula 1 είναι ραγδαίες ακόμη και κατά την καλοκαιρινή διακοπή. Στην αρχή ήταν η περίεργη ιστορία της επιβολής αναγκαστικής διαχείρισης στην Force India…
Έπειτα από αίτηση που είχε καταθέσει στα Αγγλικά δικαστήρια ο Sergio Perez, πριν το Ουγγρικό Grand Prix· μια αναπάντεχη τροπή στην πορεία της πιο αποτελεσματικής- ως προς τον λόγο προϋπολογισμoύ/αποτελεσμάτων- ομάδας στο grid. Μετά από σύντομη περιπέτεια που κράτησε κάτι λιγότερο από δύο εβδομάδες ήρθε η επιβεβαίωση της εξαγοράς της ομάδας από τον Lawrence Stroll, γεγονός που εξηγεί τόσο τα κίνητρα πίσω από την ενέργεια του Μεξικανού οδηγού κατά τον προηγούμενο μήνα όσο και το ποιος ενορχήστρωσε από το παρασκήνιο την όλη διαδικασία. Έπειτα είχαμε και την αναπάντεχη ανακοίνωση της μεταπήδησης του Daniel Ricciardo στην Renault για τα επόμενα δύο χρόνια, κάτι που επίσης εξέπληξε το μεγαλύτερο μέρος του paddock. Ας δούμε, όμως, την κάθε περίπτωση ξεχωριστά.
Η Force India και το καρτέλ των δύο μεγάλων…
«Μερικά μέλη ζήτησαν την παρέμβασή μου ώστε να σωθεί η ομάδα και να προστατευτούν οι 400 άνθρωποι που εργάζονται εκεί». Τάδε έφη Sergio Perez, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αγωνιστικού τριημέρου προσπαθώντας να αιτιολογήσει την πρωτοφανή- για οδηγό της F1- άμεση ανάμειξη του στα διοικητικά της ομάδας. Στην δήλωση Perez υπονοείται ότι η Force India βρισκόταν σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση η οποία έθετε εν κινδύνω ακόμη και την περεταίρω συμμετοχή της στο πρωτάθλημα, αλλά κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται κοιτώντας τα οικονομικά στοιχεία.
Τέτοιου είδους πιστωτές ήταν η Mercedes (10 εκ. λίρες), ο χορηγός της ομάδας BWT (5,6 εκ.), η Brockstone- εταιρία συμφερόντων του Sergio Perez- (4,1 εκ.) και η Formtech, εταιρία κατασκευής σύνθετων υλικών, (2 εκ.). Τα παραπάνω νούμερα αν προστεθούν και σε κάποια άλλα μικροποσά που χρωστούσε η ομάδα σε διάφορους προμηθευτές αθροίζουν το συνολικό εξωτερικό χρέος των 25 περίπου εκατομμυρίων λιρών της Force India. Ο συνολικός προϋπολογισμός της ομάδας ήταν από τους χαμηλότερους στο grid προσεγγίζοντας το ποσό των 100 εκατομμυρίων λιρών Αγγλίας. Φαίνεται, λοιπόν, εξαιρετικά περίεργο το ότι μία εταιρία της οποίας το χρέος μετά βίας αγγίζει το 25% του ετήσιου προϋπολογισμού της εξαναγκάζεται από τους πιστωτές της σε αναγκαστική διαχείριση. Ή μήπως όχι;
Δύο ήταν οι προτάσεις που φημολογείται πώς έφτασαν στα χέρια του Mallya. Η μία προερχόταν από την αμφιβόλου αξιοπιστίας εταιρία ενεργειακών ποτών Rich Energy. Και λέμε αμφιβόλου διότι όσο κι αν ψάξαμε δεν διασταυρώσαμε από πουθενά την διάθεση του προϊόντος της ούτε καν στην Βρετανική αγορά, τη στιγμή που ο εκπρόσωπός της, William Storey- κάνοντας παρέλαση από συγκεκριμένα Βρετανικά μέσα- ισχυριζόταν ότι σύντομα εκείνο θα ανταγωνίζεται το πασίγνωστο προϊόν που παράγει η Red Bull! Επιπλέον, η εταιρία του φέρεται να έχει ιδρυθεί το 2015 και παρουσίασε πέρσι τζίρο ενός εκατομμυρίου λιρών Αγγλίας ενώ η μόνη χορηγία που έχει να επιδείξει μέχρι σήμερα αφορά στην ενίσχυση της γυναικείας ομάδας ποδοσφαίρου της West Ham!
Έτσι, στα τέλη Ιουλίου η Mercedes καθοδηγεί από το παρασκήνιο τις διαδικασίες για τον πλήρη έλεγχο της Force India. Την Τετάρτη, πριν το Ουγγρικό Grand Prix, η Βαυαρική Formtech καταθέτει αίτηση για εκκαθάριση στην FI για την οποίαν, όμως, ο Mallya λαμβάνει περιθώριο ως τις 22 Αυγούστου από τα Αγγλικά δικαστήρια ώστε να έρθει σε διακανονισμό με τους πιστωτές του. Αυτό, φυσικά, δεν είναι αρκετό για την Mercedes. Έτσι, δύο μέρες μετά η εταιρία Brockstone του Sergio Perez κάνει και εκείνη παρόμοια αίτηση με της Formtech, με αποτέλεσμα να ληφθεί η απόφαση για αναγκαστική διαχείριση από το δικαστήριο. Με την κίνηση του Perez συμφωνεί ανοιχτά η BWT και σιωπηλά η Mercedes. Τα χέρια του Mallya, πλέον, είναι δεμένα και αναγκάζεται έντεκα μέρες αργότερα να συναινέσει χωρίς πολλά στην πρόταση εξαγοράς της ομάδας από ένα κονσόρτσιουμ επενδυτών υπό τον Lawrence Stroll.
Οι δύο ομάδες-δορυφόροι είναι απαραίτητες, όμως, στις Mercedes-Ferrari και για έναν ακόμη λόγο. Με την επιβολή του budget cap μετά το 2020 να θεωρείται εξαιρετικά πιθανή, οι δύο γίγαντες του grid πρέπει να εξασφαλίσουν με κάποιον τρόπο ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους, καθώς θα έχουν πάντα περισσότερους πόρους προς διάθεση από ότι μια Red Bull ή μια McLaren. Ο φετινός προϋπολογισμός των δύο πρωτοπόρων του πρωταθλήματος ανήλθε σε περίπου 450 εκατομμύρια δολάρια για τον καθένα, όταν των Red Bull-McLaren είναι «μόλις» 350 και 250 εκατομμύρια αντίστοιχα. Εάν το ανώτατο όριο επιβληθεί, όπως φημολογείται, κάπου ανάμεσα στα 150 και τα 200 εκατομμύρια δολάρια, εύκολα προκύπτει ότι εκείνο πολλαπλασιαζόμενο με τον «μαγικό» αριθμό 3 μας οδηγεί σε μία έμμεση διατήρηση του παρόντος status quo. Δεν ήταν τυχαίες, άλλωστε, οι μεταπηδήσεις των Lowe και Resta από τις δύο μεγάλες ομάδες σε «θυγατρικές» τους. Η Mercedes και η Ferrari ήδη κινούνται συντονισμένα για την διατήρηση των προνομίων τους στο σπορ.
Το μεγάλο ρίσκο του Daniel…
Και ενώ όλοι στο paddock θεωρούσαν πώς η ανανέωση της συνεργασίας Red Bull-Ricciardo ήταν απλώς θέμα χρόνου, ο Αυστραλός με μία κίνηση στα πρότυπα πολλών ενεργειών του εντός πίστας, επέλεξε την τελευταία στιγμή να μεταπηδήσει στη Renault. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες ο Daniel είχε συμφωνήσει σε όλα με την προηγούμενη ομάδα του και έμενε μόνο η δική του υπογραφή για την οριστικοποίηση της συμφωνίας. Ωστόσο, υπήρχαν διάφοροι λόγοι που τον έκαναν να ανησυχεί για την μελλοντική του πορεία στην Red Bull.
Επιπλέον, να υπενθυμίσουμε ότι ιστορικά η Renault πάντα καταφέρνει στο τέλος να κάνει έναν από τους κορυφαίους ή τον κορυφαίο κινητήρα σε κάθε εποχή του σπορ. Έτσι συνέβη και στην πρώτη turbo εποχή, έτσι συνέβη και με τον V10 των 90s, έτσι συνέβη και με την προηγούμενη γενιά κινητήρων χάρη στην οποίαν η Red Bull είχε κυριαρχήσει με τον Vettel. Επίσης, μελετώντας κανείς τους εννεαετείς κύκλους πλήρους συμμετοχής των Γάλλων στα πρωταθλήματα της F1(1977-1985, 2002-2010) δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει τα εκπληκτικά επιτεύγματα τους έπειτα από μεγάλες τεχνικές ανακάμψεις. Γιατί ο τελευταίος τους κύκλος που ξεκίνησε το 2016 να αποτελέσει εξαίρεση;
Η δυσαρέσκεια του Daniel με την ομάδα του κορυφώθηκε στο Μπακού έπειτα από την πλήρως μεροληπτική υπέρ του Max στάση των ανθρώπων της Red Bull στην σύγκρουσή των δύο RB14. Εκεί ο Verstappen είχε κάνει την συνηθισμένη και άκρως επικίνδυνη «δεύτερη κίνησή του» στο φρενάρισμα για την πρώτη στροφή με αποτέλεσμα να θέσει και τις δύο Red Bull εκτός αγώνα. Ο Horner τότε δήλωσε πώς η ευθύνη ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στους δύο κάτι που όσο κι αν ο Daniel αποδέχτηκε με χαμόγελο δημοσίως, δεν χώνεψε στην πραγματικότητα ποτέ του. Έπειτα, στην Αυστρία ο Ricciardo προσπάθησε να εκβιάσει στα δοκιμαστικά ευνοϊκή μεταχείριση από την ομάδα του αλλά εκείνοι του το αρνήθηκαν. Είχε αρχίζει να γίνεται ξεκάθαρο πλέον ότι η Red Bull μετατρεπόταν αργά αλλά σταθερά σε ομάδα του Verstappen.
Το πιο σημαντικό, όμως, για τον Daniel ήταν ότι τα μονοθέσια της Red Bull, έπειτα από ένα πολλά υποσχόμενο 2016, φάνηκε να χάνουν έδαφος κατά τις επόμενες σεζόν σε σχέση με τις Mercedes-Ferrari. Συνεπώς εξέλιπε ο κυριότερος λόγος που είχε για να μείνει, εκείνος της διεκδίκησής του πρωταθλήματος. Η Renault διαθέτει τους απαραίτητους πόρους, αποκτά συνεχώς το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό και κυρίως έχει την επιθυμία να κατακτήσει ξανά την κορυφή του σπορ, κλείνοντας ταυτόχρονα κάποια στόματα στο Μίλτον Κέινς. Θα δικαιωθεί η επιλογή του οδηγού με το νούμερο 3;