Ο Γερμανός πέρασε το Hamilton στην εκκίνηση, απέφυγε τα λάθη και πήρε την 3η του φετινή νίκη μειώνοντας τη διαφορά από τον teammate του στους 10 βαθμούς ενώ απομένουν 11 αγώνες.
Με αραιή συννεφιά και τη θερμοκρασία αέρα στους 14 βαθμούς Κελσίου και οδοστρώματος στους 28 βαθμούς Κελσίου ξεκίνησε το Αυστριακό GP. Οι μόνοι οδηγοί που επέλεξαν στην εκκίνηση τη μαλακή γόμα της Pirelli με το κίτρινο σιρίτι ήταν οι Maldonando, Perez, Ricciardo και Raikkkonen όλοι εκτός 10αδας φυσικά. Η εκκίνηση ήταν επεισοδιακή καθώς ο Hamilton έχασε το προβάδισμα από το Rosberg. Άσχημη εκκίνηση έκανε και ο Bottas χάνοντας θέσεις, κάτι που εκμεταλλεύτηκε ο Massa.
Στη στροφή 2 είχαμε δράμα, ο Alonso βρέθηκε πάνω από το Raikkonen στην έξοδο, στις μπαριέρες. Ο αλυτάρχης αναγκάστηκε να εμπλέξει αμέσως το αυτοκίνητο ασφαλείας μέχρι να απομακρυνθούν τα συντρίμμια και τα μονοθέσια από το σημείο. To κορυφαίο επίπεδο ασφάλειας των σημερινών μονοθεσίων επέτρεψε στους Raikkonen και Alonso να βγουν ανέπαφοι απ’ αυτή τη σύγκρουση. Ο Φινλανδός έχασε το πίσω μέρος του μονοθεσίου απότομα πιθανόν κάποιος τον έσπρωξε και στην επαναφορά βρέθηκε στην πορεία της McLaren που δεν είχε κάπου να πάει και ανέβηκε πάνω στη Ferrari.
Ενώ απομένουν ακόμη 11 αγώνες για το φινάλε του πρωταθλήματος, οι τρεις μέσα στο καλοκαίρι, θεωρείται δεδομένο πως η Mercedes θα διατηρήσει φέτος το πρωτάθλημα κατασκευαστών ενώ αντίστοιχα η μάχη για τον τίτλο θα δοθεί ανάμεσα στον πρωταθλητή Lewis Hamilton και τον έτερο οδηγό της ομάδας Nico Rosberg. Στο βάθρο πανηγύρισαν έξαλλα οι Rosberg και Massa ενώ ο Hamilton ήταν λίγο πιο συγκρατημένος λόγω και της 2ης θέσης ενώ εκκινούσε από την pole. Προφανώς ο Βρετανός δεν ήταν ευχαριστημένος καθώς περίμενε κάτι παραπάνω.
Για να παρέχουμε την καλύτερη εμπειρία, χρησιμοποιούμε τεχνολογίες όπως cookies για την αποθήκευση ή/και την πρόσβαση σε πληροφορίες συσκευών. Η συγκατάθεση για τις εν λόγω τεχνολογίες θα μας επιτρέψει να επεξεργαστούμε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως συμπεριφορά περιήγησης ή μοναδικά αναγνωριστικά σε αυτόν τον ιστότοπο. Η μη συγκατάθεση ή η ανάκληση της συγκατάθεσης, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά ορισμένες λειτουργίες και δυνατότητες.