Όταν τα αυτοκίνητα απέκτησαν λειτουργία αυτοδιάγνωσης για τον κινητήρα, επικράτησε η αντίληψη ότι πλέον η επισκευή θα γίνει μια εύκολη υπόθεση και το μόνο που θα κάνει ο τεχνικός θα είναι η σύνδεση στο διαγνωστικό και η καταγραφή της βλάβης που χρειάζεται διόρθωση…
Το γεγονός πως από μόνη της η διάγνωση… δεν επισκευάζει το αυτοκίνητο έχει συζητηθεί εκτενώς. Η διάγνωση είναι ένα εργαλείο που βοηθά στην επισκευή του αυτοκινήτου, όμως τον ουσιαστικό ρόλο τον έχει ο επισκευαστής. Ο κωδικός βλάβης «P0420: Ανεπαρκής λειτουργία καταλύτη» είναι ακόμα μια χαρακτηριστική βλάβη που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί συστηματικά για να αποφευχθούν περιττά έξοδα και χάσιμο χρόνου. Η απευθείας ερμηνεία της βλάβης θα οδηγήσει σε αντικατάσταση του καταλυτικού μετατροπέα, όμως η ενδεδειγμένη λύση μπορεί να μην είναι αυτή. Ανάλογα με τον κατασκευαστή, μπορεί να υπάρχουν κάποιες ειδικές οδηγίες στην αντιμετώπιση της συγκεκριμένης βλάβης, εντούτοις στο θέμα που ακολουθεί περιγράφουμε τις γενικές ενέργειες που θα πρέπει να γίνουν από τον επισκευαστή.
Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει πρώτα να ελέγξουμε και να διορθώσουμε όλες τις άλλες βλάβες, αν υπάρχουν, προτού προβούμε στην αντικατάσταση του καταλυτικού μετατροπέα. Εάν δεν υπάρχουν άλλες βλάβες στο σύστημα, τότε θα πρέπει να γίνει η εξής διαδικασία ελέγχου:
• Ξεκινάμε τον κινητήρα και τον αφήνουμε να ζεσταθεί σε θερμοκρασία λειτουργίας.
• Πατάμε γκάζι (2.500 έως 3.000 σ.α.λ.) για περίπου 2 λεπτά, έτσι ώστε να καθαρίσει ο καταλύτης.
• Αφού ακολουθηθεί η παραπάνω διαδικασία, πρέπει να μετρηθούν οι κυματομορφές τάσης των 2 αισθητήρων οξυγόνου (αισθητήρες λ): Αυτού πριν από τον καταλυτικό μετατροπέα και εκείνου που βρίσκεται μετά.
Η τάση του 1ου αισθητήρα θα πρέπει να κυμαίνεται από 0,9 V έως 0,1 V, καταγράφοντας αντιστοίχως τη λειτουργία με πλούσιο ή φτωχό μείγμα. Η τάση του 2ου αισθητήρα θα πρέπει να είναι σταθερή περίπου στα 0,45 V, όπως φαίνεται στο σχήμα 1. Εφόσον η τάση του αισθητήρα που βρίσκεται μετά τον καταλυτικό μετατροπέα κινείται όπως η τάση του αισθητήρα πριν από τον καταλυτικό μετατροπέα (σχήμα 2), τότε είναι πολύ πιθανόν ο καταλύτης να έχει χάσει την αποτελεσματικότητά του. Στην περίπτωση αυτή, καλό είναι να γίνει και μέτρηση με αναλυτή καυσαερίων, έτσι ώστε να αποτιμηθεί περαιτέρω η κατάσταση του καταλύτη.
Είναι σημαντικό να διερευνήσουμε τις συνθήκες λειτουργίας τους οχήματος τη στιγμή που καταγράφηκε η βλάβη (ταχύτητα οχήματος, στροφές, τάση αισθητήρων Ο2, διόρθωση μείγματος κ.λπ.). Εάν η διόρθωση μείγματος είναι πολύ υψηλή (π.χ. +8%), τότε για κάποιον λόγο η μονάδα ελέγχου εμπλουτίζει συνεχώς το μείγμα χωρίς να καταφέρνει τελικά να το κάνει στοιχειομετρικό.
Αυτό μπορεί να σημαίνει κάποια τρύπα στην εισαγωγή, λάθος πίεση ψεκασμού καυσίμου, χαλασμένος αισθητήρας μέτρησης αέρα κ.ά. Εάν η διόρθωση μείγματος είναι πολύ χαμηλή (π.χ. -8%), έχει συμβεί το ακριβώς αντίθετο: H μονάδα ελέγχου προσπαθεί να δημιουργήσει φτωχό μείγμα -προκειμένου να το κάνει στοιχειομετρικό- αλλά δεν τα καταφέρνει. Αυτό μπορεί, για παράδειγμα, να συμβαίνει επειδή κάποιο μπεκ είναι κολλημένο και δεν στεγανοποιεί όταν είναι κλειστό ή η βαλβίδα αναθυμιάσεων του ρεζερβουάρ να είναι ανοικτή και συνεπώς στο μείγμα υπάρχουν αναθυμιάσεις που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν.
Του Νίκου Ουλκέρογλου, Τεχνικού Εκπαιδευτή
ΙΑΠΩΝΙΚΗ Α.Ε. – Τεχνική Υποστήριξη