Οι πιέσεις για μείωση των εκπομπών ρύπων και η επιβολή υψηλών προστίμων στις αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν οδηγήσει σε στρατηγικές που αποδεικνύονται προβληματικές τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τη συνολική αγορά.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η αύξηση των τιμών στα αυτοκίνητα εσωτερικής καύσης και η υποτιθέμενη μείωση τιμών στα ηλεκτρικά δεν είναι παρά ένα τεχνητό μέτρο που ευνοεί συγκεκριμένες εταιρείες, όπως την Dacia, και τις κινεζικές μάρκες.
Μια στρατηγική χωρίς ουσία. Οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, υπό την απειλή των προστίμων, έχουν αυξήσει τις τιμές των αυτοκινήτων εσωτερικής καύσης, ενώ παράλληλα προσπαθούν να καταστήσουν τα ηλεκτρικά πιο ελκυστικά με φαινομενικές μειώσεις τιμών. Ωστόσο, τα ηλεκτρικά μοντέλα συχνά πωλούνται κάτω από το κόστος, με αποτέλεσμα οι κατασκευαστές να απορροφούν ζημίες απλώς για να αποφύγουν τα πρόστιμα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το νέο Skoda Elroq, το οποίο, παρόλο που κοστίζει λιγότερο από 30.000 ευρώ, προσφέρει περιορισμένη αυτονομία και βασικό εξοπλισμό, ενώ πωλείται με ζημία, σύμφωνα με γερμανικά δημοσιεύματα. Αυτή η τακτική ενισχύει την ανταγωνιστικότητα φθηνότερων και λιγότερο ποιοτικών εμπορικών σημάτων, όπως η Dacia, αλλά και των κινεζικών εταιρειών, που εισέρχονται δυναμικά στην αγορά με χαμηλότερες τιμές.
Οι «πιστώσεις εκπομπών» ως λύση. Μια από τις λύσεις που έχουν υιοθετήσει οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι η αγορά «πιστώσεων εκπομπών» από μάρκες που έχουν υψηλά ποσοστά πωλήσεων ηλεκτρικών αυτοκινήτων, όπως η Volvo ή κινέζικες εταιρείες. Για παράδειγμα, η Suzuki έχει ήδη συμφωνήσει με τη Volvo για να μειώσει τις εκπομπές της μέσω του pooling, αποφεύγοντας τα πρόστιμα. Παρόλα αυτά, η στρατηγική αυτή δεν λύνει το πρόβλημα των χαμηλών πωλήσεων ηλεκτρικών αυτοκινήτων και δεν εξασφαλίζει μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.
Το αδιέξοδο της αγοράς. Οι πελάτες εξακολουθούν να προτιμούν τα αυτοκίνητα εσωτερικής καύσης ή τα υβριδικά, ακόμη και αν αυτά γίνονται πιο ακριβά. Η δυσκολία πώλησης ηλεκτρικών αυτοκινήτων δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: οι αυτοκινητοβιομηχανίες αυξάνουν τις τιμές των θερμικών μοντέλων, ενώ οι καταναλωτές στρέφονται σε πιο οικονομικές λύσεις, όπως η Dacia ή τα κινεζικά αυτοκίνητα, παρά την υποδεέστερη ποιότητά τους.
Μια δύσκολη εξίσωση. Η επιβολή ηλεκτροκίνησης στην Ευρώπη, χωρίς επαρκείς υποδομές και με υψηλό κόστος για τους καταναλωτές, φαίνεται να ευνοεί κυρίως τις φθηνότερες μάρκες και να αποδυναμώνει την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Η πίεση για συμμόρφωση στις περιβαλλοντικές πολιτικές χωρίς ευέλικτα και ρεαλιστικά μέτρα θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την αγορά αλλά και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Η Ευρώπη πρέπει να επανεξετάσει τη στρατηγική της, ισορροπώντας μεταξύ περιβαλλοντικών στόχων και οικονομικής βιωσιμότητας, ώστε να προστατεύσει την ανταγωνιστικότητά της σε μια αγορά που αλλάζει ραγδαία.
