Ο νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας αυστηροποιεί σημαντικά τις ποινές για παραβάσεις που ευθύνονται για τον βαρύ απολογισμό τροχαίων ατυχημάτων στη χώρα μας, με ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση κινητού τηλεφώνου κατά την οδήγηση.
Η χρήση κινητού χωρίς σύστημα ανοιχτής ακρόασης αποτελεί πλέον μια από τις σοβαρότερες παραβάσεις, με τις ποινές να ξεκινούν από πρόστιμο 350 ευρώ και αφαίρεση της άδειας οδήγησης για 30 ημέρες. Σε περίπτωση υποτροπής, το πρόστιμο ανεβαίνει στις 1.000 ευρώ και η στέρηση διπλώματος επεκτείνεται στους έξι μήνες.
Αν υπάρξει δεύτερη υποτροπή, η χρηματική ποινή φτάνει τα 2.000 ευρώ και η αφαίρεση της άδειας φτάνει το ένα έτος. Εάν όμως συνδυαστεί η χρήση κινητού με τροχαίο που προκαλεί βαριά σωματική βλάβη ή θάνατο, τότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα περί επικίνδυνης οδήγησης, που μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε πολυετή κάθειρξη.
Σε ακόμη πιο αυστηρό πλαίσιο κινούνται οι ποινές για επαναλαμβανόμενους παραβάτες. Στην περίπτωση τρίτης υποτροπής, το πρόστιμο ανεβαίνει στα 4.000 ευρώ και η άδεια οδήγησης αφαιρείται για έως και οκτώ χρόνια. Πρόκειται για μια από τις πλέον σκληρές ρυθμίσεις του νέου ΚΟΚ, η οποία, σύμφωνα με συγκοινωνιολόγους, έχει στόχο να λειτουργήσει αποτρεπτικά σε μια εποχή που η χρήση κινητού πίσω από το τιμόνι έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας.
Η Ελλάδα, άλλωστε, βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης με τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης κινητού στην οδήγηση, είτε πρόκειται για ομιλία είτε για αποστολή μηνυμάτων ή χρήση κοινωνικών δικτύων. Το 41,1% των Ελλήνων οδηγών παραδέχεται ότι μίλησε σε κινητό κρατώντας το στο χέρι τουλάχιστον μία φορά τον τελευταίο μήνα, με το 33,1% να δηλώνει ότι τσεκάρει social media κατά την οδήγηση.
Πέρα από τη χρήση κινητού, ο αναθεωρημένος ΚΟΚ προβλέπει αυστηρές ποινές και για άλλες παραβάσεις με υψηλό βαθμό επικινδυνότητας. Η παραβίαση ερυθρού σηματοδότη τιμωρείται με πρόστιμο 700 ευρώ και αφαίρεση της άδειας για 60 ημέρες. Σε περίπτωση υποτροπής, το πρόστιμο φτάνει τα 2.000 ευρώ και η αφαίρεση διπλώματος επεκτείνεται στο ένα έτος.
Η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας, ιδίως σε περιπτώσεις που συνδέεται με «κόντρες» ή ταχύτητες άνω των 200 χλμ./ώρα, αντιμετωπίζεται πλέον με πρόστιμο 2.000 ευρώ και αφαίρεση διπλώματος για ένα έτος. Στη δεύτερη υποτροπή, το πρόστιμο αγγίζει τις 8.000 ευρώ, ενώ αφαιρούνται και οι πινακίδες, για διάστημα τεσσάρων ετών.
Σημαντικές αλλαγές φέρνει και η νέα προσέγγιση στη μη χρήση κράνους. Η παράβαση αυτή συνεπάγεται πρόστιμο 350 ευρώ και αφαίρεση της άδειας για 30 ημέρες. Αν ο συνοδηγός δεν φορά κράνος, το ίδιο πρόστιμο επιβάλλεται τόσο σε αυτόν όσο και στον οδηγό, ακόμη και αν ο τελευταίος τηρούσε τον κανόνα. Σε δεύτερη υποτροπή, η ποινή φτάνει τις 2.000 ευρώ και την αφαίρεση της άδειας για ένα έτος.
Ο νέος ΚΟΚ κατηγοριοποιεί τις παραβάσεις ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητας –χαμηλή, μεσαία, υψηλή και ιδιαίτερης σημασίας για την οδική ασφάλεια– με στόχο την καλύτερη στόχευση και την αποτροπή αντικοινωνικών συμπεριφορών, όπως το παρκάρισμα σε θέσεις ΑμεΑ.
Παρά τις προβλέψεις αυτές, αρκετοί ειδικοί εκφράζουν επιφυλάξεις ως προς την εφαρμοσιμότητα του νέου πλαισίου. Όπως επισημαίνουν, η ύπαρξη αυστηρών ποινών δεν αρκεί αν δεν συνοδεύεται από τακτικούς ελέγχους και συστηματική επιβολή κυρώσεων. Τα στατιστικά των τροχαίων ατυχημάτων στην Ελλάδα δείχνουν ότι απαιτείται ένα συνδυαστικό πλαίσιο νομοθεσίας, αστυνόμευσης και εκπαίδευσης, προκειμένου να περιοριστούν οι παραβάσεις και να βελτιωθεί η οδική κουλτούρα.
Το αν ο νέος ΚΟΚ θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, θα φανεί στην πράξη. Το βέβαιο είναι πως η πολιτεία δείχνει διατεθειμένη να σκληρύνει τη στάση της απέναντι σε οδηγικές συμπεριφορές που κοστίζουν ανθρώπινες ζωές.