Ο πρόεδρος της Toyota, Akio Toyoda, δήλωσε πρόσφατα πως ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο ρυπαίνει όσο τρία υβριδικά. Όμως τι αποδεικνύεται στην πράξη;
Σε συνέντευξή του τον Απρίλιο, ο πρόεδρος της Toyota, Akio Toyoda, ισχυρίστηκε πως 9 εκατομμύρια ηλεκτρικά αυτοκίνητα ισοδυναμούν, από άποψη εκπομπών, με 27 εκατομμύρια υβριδικά. Σύμφωνα με τον ίδιο, «αν αντί για 27 εκατ. υβριδικά είχαμε κατασκευάσει 9 εκατ. ηλεκτρικά, οι εκπομπές CO₂ στην Ιαπωνία θα ήταν αυξημένες, όχι μειωμένες», λόγω της εξάρτησης της χώρας από θερμικά εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής.
Η δήλωση του Toyoda προκάλεσε αντιδράσεις, αφού θεωρήθηκε ως «βόμβα άνθρακα» από αρκετά μέσα ενημέρωσης, τα οποία την ερμήνευσαν ως κριτική στα ηλεκτρικά συνολικά. Όμως, αν δει κανείς τα δεδομένα, η εικόνα είναι πιο σύνθετη.
Πράγματι, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα έχουν υψηλότερες εκπομπές CO₂ κατά την παραγωγή τους, κυρίως λόγω της εξόρυξης και επεξεργασίας πρώτων υλών για τις μπαταρίες τους, όπως το λίθιο, το κοβάλτιο και το νικέλιο. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό IOP Science, η παραγωγή ενός ηλεκτρικού επιβαρύνει το περιβάλλον με 11 έως 14 τόνους CO₂, όταν για ένα υβριδικό ή θερμικό η αντίστοιχη τιμή κυμαίνεται από 6 έως 9 τόνους.
Όμως, από τη στιγμή που ένα ηλεκτρικό βγει στον δρόμο, αρχίζει να «εξοφλεί» αυτό το λεγόμενο «ανθρακικό χρέος». Σε αντίθεση, τα υβριδικά και θερμικά συνεχίζουν να αυξάνουν τις εκπομπές τους με κάθε χιλιόμετρο. Σύμφωνα με το Argonne National Laboratory, ένα ηλεκτρικό χρειάζεται περίπου 31.000 χλμ. για να αντισταθμίσει τις εκπομπές της παραγωγής του. Άλλες μελέτες αναφέρουν μεγαλύτερες ή μικρότερες αποστάσεις, όμως όλες συγκλίνουν στο εξής: μετά από μερικά χρόνια, το ηλεκτρικό έχει μικρότερο αποτύπωμα άνθρακα.
Η κατάσταση περιπλέκεται από το γεγονός ότι η καθαρότητα της ηλεκτρικής ενέργειας διαφέρει σημαντικά από περιοχή σε περιοχή. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, στο τέλος του 2024, το 43% του δικτύου τροφοδοτούνταν από καθαρές πηγές. Στη Δυτική Βιρτζίνια όμως, η παραγωγή βασίζεται κυρίως στον άνθρακα, ενώ στην Καλιφόρνια επικρατεί η ηλιακή και η αιολική ενέργεια. Αυτό επηρεάζει σημαντικά τις συνολικές εκπομπές ενός ηλεκτρικού κατά τη χρήση του.
Αν συγκρίνουμε ένα Tesla Model Y με ένα Toyota Prius Plug-In Hybrid, βλέπουμε πως ακόμη και σε πολιτείες με βρώμικο δίκτυο, το ηλεκτρικό έχει μικρότερες εκπομπές. Σύμφωνα με υπολογιστή του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ, το Model Y παράγει 149 γραμμάρια CO₂ ανά μίλι (93 γρ./χλμ.) στην Δυτική Βιρτζίνια, έναντι 177 γραμμαρίων του Prius PHEV (110 γρ./χλμ.). Στην Καλιφόρνια, οι διαφορές μεγαλώνουν ακόμη περισσότερο.
Επιπλέον, τα ηλεκτρικά είναι και πιο αποδοτικά ενεργειακά. Ενώ τα θερμικά αυτοκίνητα αξιοποιούν μόλις το 20-40% της ενέργειας των καυσίμων, τα ηλεκτρικά μετατρέπουν πάνω από το 90% της ενέργειας του ρεύματος σε κίνηση.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, η μελέτη του IOP Science εκτιμά ότι τα ηλεκτρικά ισοφαρίζουν τις εκπομπές των υβριδικών μέσα σε 2,2 έως 2,4 χρόνια. Με τα θερμικά, το χρονικό διάστημα πέφτει στα 1,3 έως 1,6 χρόνια.
Φυσικά, υπάρχουν εξαιρέσεις. Ένα μεγάλο ηλεκτρικό SUV που φορτίζει αποκλειστικά από ρεύμα παραγόμενο από άνθρακα, μπορεί να έχει μεγαλύτερες εκπομπές από ένα μικρό υβριδικό που κινείται ήπια. Όμως αυτές οι περιπτώσεις είναι περιορισμένες και σταδιακά σπανίζουν όσο αυξάνεται το ποσοστό ΑΠΕ στο δίκτυο.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως η τεχνολογία των μπαταριών εξελίσσεται. Οι κατασκευαστές στρέφονται σε χημείες όπως LFP και LMR, που χρειάζονται λιγότερα σπάνια υλικά και έχουν μικρότερο αποτύπωμα στην παραγωγή. Επιπλέον, προχωρούν και οι υποδομές ανακύκλωσης, όπως δείχνει η περίπτωση της Redwood Materials, που στοχεύει σε πλήρη ανάκτηση στοιχείων μπαταριών από παλιά ή τρακαρισμένα ηλεκτρικά.
Σε καμία περίπτωση δεν θεωρούνται τα υβριδικά «κακά» για το περιβάλλον. Αντίθετα, αποτελούν μια ρεαλιστική λύση για όσους δεν είναι έτοιμοι να περάσουν πλήρως στην ηλεκτροκίνηση. Τα plug-in υβριδικά, όταν φορτίζονται συχνά, μπορούν να λειτουργήσουν ως ηλεκτρικά για τις καθημερινές διαδρομές. Ακόμα και τα κλασικά υβριδικά προσφέρουν βελτιωμένη οικονομία και μειωμένες εκπομπές συγκριτικά με τα απλά θερμικά.
Όμως αν εξετάσουμε τα δεδομένα στο σύνολό τους, σε βάθος χρόνου και σε όλο τον κύκλο ζωής, τα ηλεκτρικά είναι πιο καθαρά, πιο αποδοτικά και πιο βιώσιμα. Και όσο αυξάνεται η παραγωγή πράσινης ενέργειας, το πλεονέκτημα αυτό θα μεγαλώνει.