Η επέκταση της A100 στο Berlin, με κόστος περίπου €720 εκατ. για 3,2 km, επαναφέρει στο προσκήνιο το πραγματικό κόστος κατασκευής δρόμων στην Ευρώπη και το πού τοποθετείται η Ελλάδα μέσα σε αυτό το πλαίσιο.
Η περίπτωση της A100 είναι χαρακτηριστική για το πώς η τεχνική πολυπλοκότητα και ο αστικός ιστός εκτοξεύουν τους προϋπολογισμούς. Το έργο περιλαμβάνει υπόγεια τμήματα (σήραγγα ~386 m), τεχνικά έργα τύπου τάφρου, νέους κόμβους, αυστηρά μέτρα περιβαλλοντικής και ηχοπροστασίας και δαπάνες απαλλοτριώσεων.
Το τελικό κόστος κινείται γύρω στα €220.000 ανά μέτρο, ενώ η ολοκλήρωση, που αρχικά προβλεπόταν για το 2021/22, μετατέθηκε –μεταξύ άλλων λόγω καθυστερήσεων σε ηλεκτρονικά για τις γέφυρες σηράγγων/πινακίδων– στις αρχές Σεπτεμβρίου 2025. Ο επόμενος κλάδος προς Lichtenberg (περί τα 4,1 km) εκτιμάται ότι μπορεί να ξεπεράσει το €1 δισ., κάτι που εξηγεί γιατί τέτοια αστικά έργα είναι πολιτικά και κοινωνικά αμφιλεγόμενα.
Αν δούμε την ευρωπαϊκή εικόνα, το κόστος ανά χιλιόμετρο δεν έχει μία τιμή, αλλά ένα μεγάλο εύρος που εξαρτάται από γεωγραφία, τυπική διατομή, τεχνικά έργα και αστικότητα. Σε πεδινές περιοχές, ένας σύγχρονος αυτοκινητόδρομος 2×2 λωρίδων χωρίς μεγάλα τεχνικά μπορεί να κυμανθεί ενδεικτικά γύρω στα €5–12 εκατ./km. Σε ορεινά εδάφη με σήραγγες και γέφυρες, τα νούμερα ανεβαίνουν συχνά στα €12–25 εκατ./km.
Όταν μιλάμε για αστικές επεκτάσεις με πυκνά δίκτυα κοινωφελών, ανισόπεδους κόμβους, υπογειοποιήσεις και αυστηρά πρότυπα περιβάλλοντος/θορύβου, το κόστος μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει τα €40–80 εκατ./km. Τα έργα με εκτεταμένες σήραγγες μέσα σε πόλη ή μεγάλα υποθαλάσσια τμήματα ανεβάζουν το κόστος σε επίπεδα «A100», δηλαδή ακόμη και άνω των €150–200 εκατ./km, ανάλογα με τις απαιτήσεις.
Η διαφορά δεν είναι μόνο τεχνική· σε αστικό περιβάλλον οι απαλλοτριώσεις, οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις κατά τη φάση κατασκευής και η μετακίνηση δικτύων (ύδρευση, αποχέτευση, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες) προσθέτουν σημαντικές δαπάνες και ρίσκα καθυστερήσεων.
Στην Ελλάδα, η τελευταία δεκαπενταετία έφερε μεγάλες παρεμβάσεις μέσω παραχωρήσεων και ΣΔΙΤ με συγχρηματοδότηση της Ε.Ε., από την αναβάθμιση της Ολυμπία Οδός (A8) και την Ιόνια Οδός (A5) μέχρι την E65 (A3), την Αττική Οδός και τα τρέχοντα έργα όπως ο Βόρειος Οδικός Άξονας Κρήτης (BOAK) και το Θεσσαλονίκη FlyOver.
Ως τάξη μεγέθους, τα ελληνικά κόστη ανά km κινούνται μέσα στα ευρωπαϊκά πλαίσια: σε ημιορεινά/ορεινά τμήματα της ηπειρωτικής χώρας για 2×2 λωρίδες με σήραγγες και γέφυρες μπορείς να δεις τιμές περίπου €10–20 εκατ./km, ενώ σε απλούστερα τμήματα με μικρότερα τεχνικά €6–12 εκατ./km.
Σε καθαρά αστικά έργα, όπως επεκτάσεις/ υπογειοποιήσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη με σύνθετους κόμβους και βαριά Η/Μ, οι προϋπολογισμοί ανεβαίνουν εύκολα στην περιοχή των €25–40 εκατ./km και, όταν μπαίνουν μεγάλα υπόγεια έργα ή πολύπλοκα ανισόπεδα, μπορούν να φτάσουν ακόμη υψηλότερα. Τα έργα στην Κρήτη παρουσιάζουν σημαντική διακύμανση λόγω γεωμετρίας, εδαφολογίας και περιβαλλοντικών περιορισμών, με τμήματα πιο «εύκολα» και άλλα με έντονη γεφυροποιία.
Κομβικοί παράγοντες που φουσκώνουν τους προϋπολογισμούς είναι οι σήραγγες και οι μεγάλες γέφυρες, οι απαλλοτριώσεις σε αστικές και περιαστικές ζώνες, οι αρχαιολογικές ανασκαφές, οι μετατοπίσεις δικτύων, οι αυστηρές απαιτήσεις ασφάλειας (π.χ. συστήματα εξαερισμού/πυρασφάλειας σε σήραγγες), οι περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις και –ιδίως τα τελευταία χρόνια– οι αυξήσεις τιμών σε υλικά και ενέργεια. Οι καθυστερήσεις σε διαγωνισμούς ή επαναδημοπρατήσεις, όπως φάνηκε και στο Berlin με τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα, μεταφράζονται σε επιπλέον κόστος μέσω ανατιμήσεων και παράτασης εργοταξίων.
Το συμπέρασμα είναι ότι το «κόστος δρόμου» δεν είναι μία τιμή για όλη την Ευρώπη. Ένας αγροτικός αυτοκινητόδρομος στην Ιβηρική ή στην Κεντρική Ευρώπη μπορεί να κοστίζει κάτω από €10 εκατ./km, ενώ μια αστική υπογειοποίηση σε μητροπολιτική περιοχή –όπως η A100 στο Berlin– μπορεί να ξεπεράσει τα €200.000 ανά μέτρο.
Η Ελλάδα κινείται εντός των ευρωπαϊκών τάξεων μεγέθους: στα απλούστερα τμήματα είναι ανταγωνιστική, ενώ στα αστικά και στα ορεινά, όπου απαιτούνται περισσότερα τεχνικά, οι προϋπολογισμοί διευρύνονται.

