Οι νέες ποινές για αντικοινωνική στάθμευση ξεκινούν από €150 και φτάνουν έως και €2.000 σε περίπτωση υποτροπής, θέτοντας σοβαρά ερωτήματα για την αναλογικότητα των προστίμων σε σχέση με τις υποδομές και το κόστος ζωής.
Με την πλήρη ενεργοποίηση των διατάξεων του νέου ΚΟΚ από τις 13 Σεπτεμβρίου, η παράνομη στάθμευση αντιμετωπίζεται πλέον με πολύ πιο αυστηρό πλαίσιο.
Ειδικά όταν πρόκειται για παραβάσεις που επηρεάζουν άμεσα την ασφάλεια και την καθημερινότητα άλλων πολιτών – όπως η στάθμευση σε ράμπες ΑμεΑ, λεωφορειολωρίδες ή πεζοδρόμια – τα πρόστιμα και οι κυρώσεις είναι σαφώς αυξημένες.
Για παράδειγμα, η στάθμευση σε λεωφορειολωρίδα επισύρει πλέον πρόστιμο €350 και αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας για 70 ημέρες.
Η στάθμευση σε πεζοδρόμιο ή πεζόδρομο τιμωρείται με €150 και αφαίρεση άδειας για 20 ημέρες.
Αν κάποιος σταθμεύσει στη Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης (ΛΕΑ), το πρόστιμο είναι επίσης €150, αλλά η αφαίρεση άδειας φτάνει τις 40 ημέρες.
Ταυτόχρονα, η παράνομη στάθμευση σε νησίδα ασφαλείας – ακόμη και αν δεν φαίνεται σοβαρή – συνοδεύεται από πρόστιμο €30, με αδιευκρίνιστη διάρκεια αφαίρεσης άδειας.
Ο νέος ΚΟΚ εισάγει και την έννοια της υποτροπής, δηλαδή της επανάληψης της ίδιας παράβασης μέσα σε διάστημα 5 ετών.
Σε περίπτωση επανάληψης, τα πρόστιμα εκτοξεύονται: €1.000 και αφαίρεση άδειας για 180 ημέρες στη δεύτερη παράβαση, ενώ στην τρίτη φτάνουν τα €2.000 με αφαίρεση άδειας για 1 έτος.
Μάλιστα, αν η παράνομη στάθμευση διαρκέσει πάνω από 3 ώρες, θεωρείται νέα παράβαση και ενεργοποιείται η διαδικασία υποτροπής.
Το αυστηρότερο πλαίσιο έχει σαφή στόχο: την αποθάρρυνση της αντικοινωνικής και επικίνδυνης στάθμευσης. Είναι όμως ανάλογο με τα πραγματικά δεδομένα της καθημερινότητας;
Σήμερα, οι ελληνικές πόλεις έχουν υπερβολικά μεγάλο αριθμό κυκλοφορούντων αυτοκινήτων σε σύγκριση με τη χωρητικότητα των δρόμων και την επάρκεια των δημόσιων χώρων στάθμευσης. Οι θέσεις είναι λίγες, οι ελεγχόμενες ζώνες είτε υπερπλήρεις είτε ακριβές, και η δημιουργία νέων υποδομών προχωρά με αργούς ρυθμούς. Η παράνομη στάθμευση, αν και κατακριτέα, συχνά δεν οφείλεται μόνο σε αδιαφορία, αλλά και σε έλλειψη επιλογών.
Παράλληλα, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι για έναν οδηγό με μέσο ή χαμηλό εισόδημα, ένα πρόστιμο των €150 ή €350 και πολύ περισσότερο των €1.000, είναι οικονομικά δυσβάστακτο. Η κλιμακούμενη τιμωρία για υποτροπή μέσα σε πέντε χρόνια μοιάζει υπερβολική, ειδικά όταν η ίδια συμπεριφορά μπορεί να οφείλεται σε σταθερά ελλιπείς συνθήκες.
Το βασικό ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να τιμωρείται η αντικοινωνική στάθμευση – σε αυτό δεν υπάρχει διαφωνία. Το ζήτημα είναι αν οι κυρώσεις που προβλέπει ο νέος ΚΟΚ είναι ισορροπημένες ως προς το εισόδημα, την πραγματικότητα των υποδομών και τη δυνατότητα συμμόρφωσης των οδηγών.
Ίσως θα έπρεπε να εξεταστεί η αναλογική επιβολή προστίμων, η βελτίωση των δημόσιων υποδομών και η ενίσχυση των εναλλακτικών λύσεων (π.χ. χώροι park & ride, πολυώροφα πάρκινγκ), πριν η Πολιτεία στηριχθεί αποκλειστικά στην αυστηροποίηση του πλαισίου.
Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή του νέου ΚΟΚ φέρνει αλλαγές που επιδέχονται κριτικής. Όμως η αποτελεσματικότητα τους δεν θα κριθεί μόνο από το ύψος των προστίμων, αλλά και από το αν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να μπορεί ο οδηγός να σταθμεύσει νόμιμα. Χωρίς υποδομές, ακόμη και η αυστηρότερη νομοθεσία κινδυνεύει να φέρει περισσότερη ένταση παρά αποτέλεσμα.

