Η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται να απαντήσει στην κυριαρχία της Κίνας στις σπάνιες γαίες, ενεργοποιώντας ένα σχέδιο 3 δισ. ευρώ που φέρνει ανατροπές στην παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων και όχι μόνο.
Η Ευρώπη δηλώνει αποφασισμένη να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα όσον αφορά τις κρίσιμες πρώτες ύλες, με επίκεντρο τις σπάνιες γαίες που είναι απαραίτητες για την κατασκευή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ηλεκτροκινητήρων, μπαταριών και συστημάτων ηλεκτρονικών ισχύος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε ένα πλάνο ύψους 3 δισ. ευρώ που θα κατευθυνθεί σε έργα εξόρυξης, επεξεργασίας και ανακύκλωσης, τόσο εντός της Ε.Ε. όσο και σε χώρες-εταίρους.
Στόχος είναι η δημιουργία ενός πιο αυτόνομου ευρωπαϊκού οικοσυστήματος πρώτων υλών, ικανού να ανταποκριθεί στις ανάγκες της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης χωρίς να εξαρτάται από εξωτερικούς προμηθευτές.
Η ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου Κρίσιμων Πρώτων Υλών στις αρχές του 2026 αποτελεί κεντρικό στοιχείο του σχεδίου. Το Κέντρο θα αναλάβει τον συντονισμό των κρατών-μελών, τη συλλογική διαχείριση αποθεμάτων και τη διενέργεια κοινών αγορών, ενισχύοντας έτσι τη διαπραγματευτική ισχύ της Ευρώπης απέναντι σε μεγάλους εξαγωγείς.
Η αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της γεωπολιτικής στρατηγικής. Οι σπάνιες γαίες είναι αναπόσπαστο κομμάτι των σύγχρονων ηλεκτρικών και υβριδικών αυτοκινήτων: από τους μαγνήτες υψηλής απόδοσης στους ηλεκτροκινητήρες μέχρι τους καταλύτες και τα εξελιγμένα ηλεκτρονικά, η παρουσία τους είναι καθοριστική.
Η παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού όμως είναι εξαιρετικά ευάλωτη, καθώς η Κίνα ελέγχει την πλειονότητα όχι μόνο των παγκόσμιων αποθεμάτων αλλά κυρίως της διαδικασίας διύλισης και καθαρισμού. Αυτό σημαίνει ότι κάθε κίνηση του Πεκίνου -όπως οι περιορισμοί στις εξαγωγές που εντάθηκαν μέσα στο 2025- μπορεί να έχει άμεσες συνέπειες στην ευρωπαϊκή παραγωγή.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βλέπει πλέον ξεκάθαρα αυτόν τον κίνδυνο και προχωρά σε πιο επιθετικά μέτρα. Από το 2026, θα περιοριστούν οι εξαγωγές απορριμμάτων μαγνητών ώστε να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή ικανότητα ανακύκλωσης. Αντίστοιχες πολιτικές εξετάζονται για το αλουμίνιο και ενδεχομένως για τον χαλκό.
Η συγκυρία δεν είναι τυχαία. Η Ε.Ε. βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μεγάλες δυνάμεις που επιδιώκουν να ελέγξουν τις ροές στρατηγικών υλικών: από τη μία η Κίνα, που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τις πρώτες ύλες ως εργαλείο πίεσης, και από την άλλη οι Ηνωμένες Πολιτείες, που με την επιστροφή της «τραμπικής» πολιτικής εστιάζουν σε διμερείς συμφωνίες, περιορίζοντας τον πολυμερή διάλογο.
Σε αυτό το περιβάλλον, το ζήτημα των πρώτων υλών παύει να είναι τεχνικό ή εμπορικό και μετατρέπεται σε θέμα εθνικής και ευρωπαϊκής ασφάλειας. Όπως δήλωσε ο Επίτροπος Maros Sefcovic, «οι εμπορικές σχέσεις χρησιμοποιούνται πλέον ως όπλο», κάτι που αποτυπώνει με σαφήνεια τη μετατόπιση των προτεραιοτήτων.
Η επιτυχία του ευρωπαϊκού σχεδίου θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα μπορέσει να κινητοποιήσει την βιομηχανία, να υποστηρίξει επενδύσεις και να διατηρήσει μια ισορροπία ανάμεσα στην αυτάρκεια και τη διεθνή συνεργασία. Για την αυτοκινητοβιομηχανία, η εξασφάλιση πρόσβασης σε κρίσιμα μέταλλα είναι προϋπόθεση για την επιβίωση της ευρωπαϊκής παραγωγής και την επιτάχυνση του εξηλεκτρισμού σε ένα περιβάλλον που γίνεται ολοένα και πιο αβέβαιο.
