Η σπανιότητα του μοντέλου, η ξεχωριστή βαφή Giallo Modena και το όνομα του πρώτου ιδιοκτήτη οδήγησαν μια Ferrari F50 σε τιμή ρεκόρ, αναδεικνύοντας τη δυναμική της αγοράς συλλεκτικών supercars.
Μια εξαιρετικά σπάνια Ferrari F50 πουλήθηκε πρόσφατα σε δημοπρασία έναντι περίπου 8,5 εκατομμυρίων ευρώ, καταρρίπτοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ για το συγκεκριμένο μοντέλο.
Το ποσό αυτό ξεπέρασε σημαντικά τις αρχικές εκτιμήσεις, οι οποίες κυμαίνονταν μεταξύ 6 και 6,9 εκατ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας την εντυπωσιακή άνοδο της αξίας των εμβληματικών μοντέλων της Ferrari στη δευτερογενή αγορά.
Η συγκεκριμένη F50 δεν είναι απλώς μία από τις 349 που κατασκευάστηκαν συνολικά μεταξύ 1995 και 1997, αλλά και μία από τις μόλις 55 που παρήχθησαν για την αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Επιπλέον, είναι μία από τις δύο που βγήκαν από το εργοστάσιο του Μαρανέλο βαμμένες στο χαρακτηριστικό Giallo Modena, στοιχείο που από μόνο του θα μπορούσε να ανεβάσει την αξία της.
Ωστόσο, αυτό που προσέθεσε ακόμη περισσότερο στη σπανιότητα και την ιστορική της σημασία είναι ότι ο πρώτος της ιδιοκτήτης ήταν ο Ralph Lauren, ο διάσημος Αμερικανός σχεδιαστής μόδας, γνωστός για τη βαθιά του σχέση με την αυτοκίνηση και τη μία από τις σημαντικότερες συλλογές Ferrari στον κόσμο.
Το αυτοκίνητο αγοράστηκε καινούριο από τον ίδιο, και στη συνέχεια το 2003 πέρασε στην κατοχή ενός ζευγαριού από τη Βιρτζίνια, που τη διατήρησε υποδειγματικά.
Μέχρι σήμερα το κοντέρ γράφει λιγότερα από 9.500 χιλιόμετρα, ενώ το 2009 απέκτησε την πιστοποίηση Ferrari Classiche, που επιβεβαιώνει την αυθεντικότητά της και τη διατήρηση όλων των εργοστασιακών μηχανικών της μερών, χωρίς μετατροπές ή αντικαταστάσεις.
Για χρόνια, η F50 βρισκόταν στη «σκιά» της F40 και της Enzo, είτε λόγω του σχεδιασμού της είτε λόγω της περιορισμένης παραγωγής της που την έκανε λιγότερο γνωστή στο ευρύ κοινό.
Όμως τα τελευταία χρόνια, οι συλλέκτες δείχνουν να την εκτιμούν περισσότερο, όχι μόνο λόγω της σπανιότητας, αλλά και για τον ατμοσφαιρικό V12 κινητήρα που προέρχεται από τη Formula 1 – ένα από τα τελευταία παραδείγματα «καθαρού» supercar, χωρίς τούρμπο ή ηλεκτρική υποβοήθηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι πρόσφατα, οι τιμές των F50 κυμαίνονταν γύρω στα 4 με 5 εκατ. ευρώ. Η τελευταία δημοπρασία όχι μόνο ανέβασε τον πήχη στα 8,5 εκατ., αλλά κατέστησε τη συγκεκριμένη F50 την ακριβότερη που έχει πουληθεί μέχρι σήμερα.
Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει ότι η αγορά των συλλεκτικών supercars -και ειδικά των σπάνιων Ferrari- κινείται πλέον σε επίπεδα που πριν μερικά χρόνια θα θεωρούνταν υπερβολικά, ενώ παράλληλα δείχνει πόσο σημαντική είναι η ιστορία και η μοναδικότητα κάθε αυτοκινήτου ξεχωριστά.
Σε μια περίοδο όπου η ηλεκτροκίνηση επεκτείνεται και τα νέα supercars γίνονται όλο και πιο τεχνολογικά σύνθετα, η F50 φαίνεται να εκπροσωπεί κάτι πιο «αγνό» και καθαρό: έναν κινητήρα υψηλών στροφών, ένα αμάξωμα από ανθρακονήματα και μια εμπειρία οδήγησης χωρίς φίλτρα. Και αυτό ίσως εξηγεί γιατί οι τιμές της ανεβαίνουν – όχι μόνο ως επένδυση, αλλά και ως φόρος τιμής σε μια εποχή που δύσκολα θα επανέλθει.
Η F50 παρουσιάστηκε το 1995, με σκοπό να γιορτάσει τα 50 χρόνια της Ferrari. Ήταν το διάδοχο μοντέλο της F40, αλλά σε αντίθεση με εκείνη, δεν χρησιμοποιούσε υπερτροφοδοτούμενο κινητήρα, αλλά έναν ατμοσφαιρικό V12, ο οποίος είχε άμεση τεχνολογική συγγένεια με εκείνον της F92A, της Formula 1 του 1992. Ο κινητήρας είχε χωρητικότητα 4.7 λίτρων, τοποθετημένος κεντρικά και εγκάρσια πίσω από τον οδηγό, και απέδιδε 520 ίππους στις 8.000 σ.α.λ., με κόφτη στις 8.500 σ.α.λ.
Η κατασκευή του αμαξώματος βασίστηκε σε μονοκόκ από ανθρακονήματα, κάτι που αποτελούσε καινοτομία για αυτοκίνητο παραγωγής της εποχής. Ο κινητήρας συνδέεται απευθείας με το σασί, λειτουργώντας ως φέρον τμήμα της κατασκευής, όπως στα μονοθέσια. Η ανάρτηση αποτελείται από διπλά ψαλίδια με ρυθμιζόμενα αμορτισέρ, ενώ η μετάδοση γίνεται αποκλειστικά μέσω χειροκίνητου κιβωτίου 6 σχέσεων.
Η F50 δεν είχε ηλεκτρονικά βοηθήματα όπως ABS ή ESP, γεγονός που την καθιστά ένα καθαρόαιμο μηχάνημα οδήγησης, χωρίς παρεμβάσεις από ηλεκτρονικά συστήματα. Είχε αφαιρούμενη οροφή τύπου targa και προσφερόταν αποκλειστικά ως διθέσιο coupe.
Από πλευράς επιδόσεων, το εργοστάσιο ανέφερε επιτάχυνση 0–100 χλμ./ώρα σε 3,9 δευτερόλεπτα και τελική ταχύτητα που άγγιζε τα 325 χλμ./ώρα. Αν και οι αριθμοί αυτοί δεν ήταν κατά πολύ ανώτεροι από της F40, η F50 πρόσφερε σημαντικά πιο εξελιγμένο πλαίσιο, καλύτερη ποιότητα κύλισης και γενικότερα μια εμπειρία πιο κοντά σε αγωνιστικό αυτοκίνητο.
Σήμερα, οι συλλέκτες βλέπουν στην F50 ένα μεταβατικό μοντέλο. Ανήκει στην εποχή πριν την ψηφιοποίηση και τον εξηλεκτρισμό, ενώ συνδυάζει την αγνότητα του ατμοσφαιρικού κινητήρα με κορυφαία τεχνολογία υλικών και κατασκευής. Ίσως γι’ αυτό, το ενδιαφέρον για καλά διατηρημένα και σπάνια κομμάτια – όπως αυτό της πρόσφατης δημοπρασίας – έχει αρχίσει να ξεφεύγει από τα «λογικά» πλαίσια.





