Η πιθανή ταξινόμηση του ανθρακονήματος ως επικίνδυνου υλικού στην Ευρώπη προκαλεί αντιδράσεις στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας και όχι μόνο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει μια πρόταση που ενδέχεται να ανατρέψει τα δεδομένα σε αρκετούς κλάδους της βιομηχανίας. Σύμφωνα με προσχέδιο αναθεώρησης της Οδηγίας για Οχήματα Τέλους Κύκλου Ζωής, το ανθρακονήμα (ή κάρμπον) κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως επικίνδυνο υλικό, εξαιτίας των επιπτώσεων που μπορεί να έχει κατά την απόρριψή του στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία.
Όπως αναφέρεται στο προσχέδιο, τα δεσμευμένα με ρητίνη ινίδια του ανθρακονήματος μπορούν, όταν θρυμματιστούν ή καούν, να απελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα υπό μορφή σωματιδίων, δημιουργώντας κινδύνους τόσο για τα αναπνευστικά προβλήματα όσο και για τον εξοπλισμό που εκτίθεται σε αυτά.
Αν και υλικά όπως ο μόλυβδος ή ο υδράργυρος έχουν ήδη αυστηρή νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ανθρακονήμα δεν έχει μέχρι σήμερα αντιμετωπιστεί με ανάλογο τρόπο. Αν η πρόταση εγκριθεί, αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή το 2029, αφήνοντας ένα περιθώριο προσαρμογής πέντε ετών για τις βιομηχανίες.
Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας απόφασης θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Το κάρμπον έχει καταστεί κεντρικό υλικό για την κατασκευή ελαφριών και αποδοτικών αυτοκινήτων, ιδιαίτερα στα εξηλεκτρισμένα μοντέλα. Παράλληλα, αποτελεί βασικό δομικό υλικό για την αεροναυπηγική, ενώ χρησιμοποιείται ευρέως από premium κατασκευάστριες όπως η McLaren, η οποία στηρίζεται σε αυτό για το πλαίσιο των μοντέλων της.
Η παγκόσμια αγορά ανθρακονήματος εκτιμήθηκε στα 5,48 δισ. δολάρια το 2024 και προβλέπεται να φτάσει τα 16 δισ. μέχρι το 2035, με τα αυτοκίνητα να αντιπροσωπεύουν το 10–20% αυτής της αγοράς. Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί – οι ιαπωνικές Toray, Teijin και Mitsubishi Chemical – ελέγχουν πάνω από το 50% της παγκόσμιας προσφοράς και διαθέτουν περίπου το 50% των πωλήσεών τους στην Ευρώπη. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να πλήξει σημαντικά την παρουσία τους στην ευρωπαϊκή αγορά.
Αν και η πρόταση βρίσκεται ακόμη σε στάδιο διαβούλευσης, έχει ήδη προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από φορείς της βιομηχανίας και των κατασκευαστών, που υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα υλικό υψηλής τεχνολογίας, το οποίο μπορεί να διαχειριστεί με ασφαλή τρόπο σε όλα τα στάδια του κύκλου ζωής του. Το επόμενο διάστημα θα κρίνει αν η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιμείνει στη συγκεκριμένη γραμμή ή αν θα αναζητήσει ένα πιο ισορροπημένο πλαίσιο ρύθμισης.