Οι ταξινομήσεις και οι εξαγωγές σπάνε ρεκόρ, αλλά οι τεχνητές πωλήσεις και η υπερπαραγωγή αρχίζουν να απειλούν σοβαρά τη βιωσιμότητα του κλάδου.
Η κινεζική αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται σε πρωτοφανή άνθηση. Το 2024 καταγράφηκαν σχεδόν 31,5 εκατομμύρια πωλήσεις, με 12,9 εκατομμύρια εξ αυτών να αφορούν εξηλεκτρισμένα μοντέλα (υβριδικά plug-in και αμιγώς ηλεκτρικά).
Πρόκειται για αύξηση 35,5% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά στα εξηλεκτρισμένα, ενώ η συνολική άνοδος ήταν 4,5%. Πρακτικά, η Κίνα αντιπροσωπεύει πλέον το 42% των παγκόσμιων πωλήσεων αυτοκινήτων – ένα ποσοστό τεράστιο ακόμη και για τα δικά της δεδομένα.
Ωστόσο, αυτή η επιτυχία αρχίζει να γίνεται προβληματική. Οι κινεζικές εταιρείες, στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν φιλόδοξους στόχους, έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν πρακτικές που στο παρελθόν είχαν ήδη φέρει προβλήματα στην Ευρώπη: τις λεγόμενες «αυτοταξινομήσεις».
Με άλλα λόγια τα περίφημα «πινακιδωμένα» που δεν έχουν πουληθεί σε τελικούς πελάτες, αλλά που δηλώνονται ως πουλημένα ώστε να εμφανιστούν στους στόχους, και στη συνέχεια προωθούνται ως «μηδενικών χιλιομέτρων» με μειωμένη τιμή.
Η πρακτική αυτή, που φουσκώνει τεχνητά τις πωλήσεις, έχει ήδη σημάνει συναγερμό στις κινεζικές αρχές. Το Υπουργείο Βιομηχανίας και Τεχνολογίας της Πληροφορίας (MIIT) και η Ένωση Κατασκευαστών Αυτοκινήτων της Κίνας (CAAM) έχουν καλέσει τους κατασκευαστές να επανεξετάσουν τη στρατηγική τους. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Great Wall Motors, Wei Jianjun, περίπου 4.000 αντιπροσωπείες χρησιμοποιούν τέτοιες μεθόδους, ενώ στο στόχαστρο βρίσκονται κυρίως οι BYD και Dongfeng.
Η τεχνητή τόνωση της αγοράς οδηγεί σε πόλεμο τιμών. Η BYD, για παράδειγμα, έχει προχωρήσει σε εκπτώσεις σε πάνω από 20 μοντέλα της, πιέζοντας τις τιμές και μειώνοντας το περιθώριο κέρδους. Το πρόβλημα όμως είναι πιο δομικό: η παραγωγή αυξάνεται με ρυθμούς που ξεπερνούν τις πραγματικές δυνατότητες απορρόφησης της αγοράς. Από το 2023 έως το 2025, η παραγωγή αναμένεται να αυξηθεί κατά 5 εκατομμύρια μονάδες, όταν η ζήτηση προβλέπεται να ανέβει μόνο κατά 3,7 εκατομμύρια.
Η συσσώρευση αποθεμάτων και η μεταπώλησή τους σε τιμές χαμηλότερες του κόστους όχι μόνο αποδυναμώνουν την εικόνα των μαρκών, αλλά απειλούν και την οικονομική τους σταθερότητα. Το ενδεχόμενο υπερπροσφοράς, με οχήματα που δεν βρίσκουν αγοραστή, είναι ήδη ορατό.
Προς το παρόν, το κράτος αποφεύγει τις άμεσες παρεμβάσεις, αλλά παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. Η ανησυχία είναι πως αν η αγορά ξεφύγει από τον έλεγχο, οι συνέπειες θα είναι πολύ πιο σοβαρές από μια απλή πτώση τιμών – θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια γενικευμένη κρίση στον κλάδο.