Η περίπτωση της Γερμανίας δείχνει την ανάγκη για αυστηρούς και τακτικούς ελέγχους υγείας στους οδηγούς – μια πρακτική που θα έπρεπε να υιοθετηθεί και στη χώρα μας.
Στο γερμανικό κρατίδιο της Θουριγγίας, 739 οδηγοί έχασαν μέσα στο 2024 την άδεια οδήγησης επειδή κρίθηκαν ιατρικά ακατάλληλοι να συνεχίσουν να κινούνται με ασφάλεια στον δρόμο. Η απόφαση δεν ήταν αυθαίρετη, αλλά βασίστηκε σε λεπτομερείς ιατρικές γνωματεύσεις, όπως αποκάλυψε απάντηση του Υπουργείου Εσωτερικών σε κοινοβουλευτική ερώτηση. Στο επίκεντρο βρέθηκαν παθήσεις του νευρικού και του οφθαλμολογικού συστήματος, χρόνιες ασθένειες με συμπτώματα που επηρεάζουν την οδήγηση και σύνθετες διαγνώσεις λόγω ηλικίας.
Οι τοπικές αρχές οδηγήθηκαν σε αυτές τις αποφάσεις βασιζόμενες στη νομοθεσία της Γερμανίας, σύμφωνα με την οποία όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατάσταση της υγείας κάποιου οδηγού δεν του επιτρέπει να οδηγεί με ασφάλεια, μπορεί να ζητηθεί ιατρική αξιολόγηση. Αν το πόρισμα είναι αρνητικό, η άδεια αφαιρείται είτε προσωρινά είτε οριστικά. Όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί, επιβάλλονται περιορισμοί ή επανέλεγχοι σε τακτά διαστήματα.
Ιδιαίτερη μέριμνα υπάρχει για επαγγελματίες οδηγούς, όπως αυτοί που οδηγούν φορτηγά ή λεωφορεία. Η άδειά τους έχει περιορισμένη διάρκεια ισχύος και κάθε ανανέωση συνοδεύεται από νέες ιατρικές και οφθαλμολογικές εξετάσεις. Αυτό το σύστημα, που λειτουργεί προληπτικά, βοηθά να διατηρηθεί η οδική ασφάλεια σε υψηλό επίπεδο.
Η ελληνική πραγματικότητα, ωστόσο, φαίνεται να αγνοεί πλήρως αυτό το πεδίο. Ελλείπει ένα σταθερό και ουσιαστικό πλαίσιο επανελέγχου της καταλληλότητας των οδηγών, ιδίως σε περιπτώσεις προχωρημένης ηλικίας ή σοβαρών ασθενειών. Οι περισσότεροι οδηγοί ανανεώνουν την άδειά τους τυπικά, χωρίς ουσιαστικό ιατρικό έλεγχο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν περιπτώσεις όπου η σωματική ή πνευματική τους κατάσταση δεν τους επιτρέπει πλέον να οδηγούν με ασφάλεια.
Δεν πρόκειται για τιμωρητική πρακτική, αλλά για μέτρο προστασίας. Ένα σοβαρό και διαφανές σύστημα αξιολόγησης της φυσικής και πνευματικής κατάστασης των οδηγών μπορεί να αποτρέψει ατυχήματα, να προστατεύσει ανθρώπινες ζωές και να διασφαλίσει ότι όσοι κινούνται στους δρόμους το κάνουν με ασφάλεια – για τους ίδιους και τους υπόλοιπους.
Η περίπτωση της Θουριγγίας δείχνει ότι δεν πρόκειται για ακραίο ή αυταρχικό μέτρο, αλλά για μια υπεύθυνη πολιτική. Η Ελλάδα οφείλει να ακολουθήσει το παράδειγμα, ξεκινώντας με στοχευμένες επανεξετάσεις, ειδικά σε περιπτώσεις οδηγών μεγάλης ηλικίας ή με γνωστά προβλήματα υγείας. Αν θέλουμε πραγματικά να μιλάμε για οδική ασφάλεια, το ζήτημα της υγείας των οδηγών δεν μπορεί να παραμένει εκτός ατζέντας.