Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη επιλογή για το μέλλον της αυτοκίνησης, καθώς η προγραμματισμένη απαγόρευση πώλησης νέων αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης από το 2035 προκαλεί έντονες αντιδράσεις.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία που εγκρίθηκε το 2023, όλα τα νέα αυτοκίνητα στην Ε.Ε. θα πρέπει από το 2035 να εκπέμπουν μηδενικό CO2. Αυτό πρακτικά αποκλείει όχι μόνο τα μοντέλα με κινητήρες βενζίνης και diesel, αλλά και τα υβριδικά, περιλαμβανομένων των plug-in hybrid, οδηγώντας την αγορά σε πλήρη εξηλεκτρισμό. Ωστόσο, οι εξελίξεις δείχνουν ότι η πορεία αυτή κάθε άλλο παρά ομαλή είναι.
Ο Όλα Καλένιους, CEO της Mercedes και πρόεδρος της ACEA, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, δηλώνοντας πως χωρίς ουσιαστική στήριξη από τις κυβερνήσεις, η αγορά μπορεί να «καταρρεύσει». Υπογράμμισε την ανάγκη για στοχευμένα φορολογικά κίνητρα και φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια στα σημεία φόρτισης, ώστε η μετάβαση να γίνει βιώσιμη και προσιτή.
Αντίστοιχη ήταν και η στάση του Αντρέα Καρλούτσι, Αντιπροέδρου της Toyota Ευρώπης, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι η εταιρεία δεν θα επιδιώξει την εξάπλωση των BEV σε αγορές όπου η ζήτηση παραμένει χαμηλή. Σημείωσε ότι οι κανόνες πρέπει να είναι δίκαιοι και να λαμβάνουν υπόψη την οικονομική και τεχνολογική ετοιμότητα κάθε χώρας.
Η άνιση κατανομή της ζήτησης για ηλεκτρικά αυτοκίνητα εντείνει το πρόβλημα. Στη Βόρεια Ευρώπη οι ταξινομήσεις BEV βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, όμως στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη παραμένουν περιορισμένες. Ενδεικτικά, η Mercedes είδε αύξηση μόλις 4,6% στις πωλήσεις αμιγώς ηλεκτρικών στο πρώτο εξάμηνο του 2025, πίσω από BMW και Audi, που επενδύουν πιο επιθετικά στην ηλεκτροκίνηση.
Παράλληλα, τόσο η Mercedes όσο και η Toyota αναγκάζονται να αγοράζουν δικαιώματα εκπομπών CO₂ από άλλες εταιρείες, όπως η Tesla και η Volvo, για να αποφύγουν τα πρόστιμα. Η πρακτική αυτή έχει οικονομικό κόστος και μειώνει τα περιθώρια κέρδους, τα οποία είναι ήδη χαμηλότερα στα ηλεκτρικά σε σύγκριση με τα θερμικά ή τα υβριδικά μοντέλα.
Αναλυτές όπως ο Πέντρο Πατσέκο (Gartner) και ο Χέντριχ Χόνερτ (Berylls) εκτιμούν ότι οι μεγάλες εταιρείες παραμένουν επιφυλακτικές διότι οι μεγαλύτερες αποδόσεις σε επίπεδο πωλήσεων και κερδών προέρχονται ακόμη από τα συμβατικά και τα plug-in υβριδικά μοντέλα. Η μετάβαση, όπως τονίζουν, απαιτεί περισσότερα από νομοθετικούς στόχους.
Η εικόνα συμπληρώνεται από την υποτονική πρόοδο σε υποδομές φόρτισης, τις καθυστερήσεις στην ανακύκλωση των μπαταριών και την εξάρτηση του ηλεκτρικού δικτύου από ρυπογόνες πηγές. Όπως σημειώνει ο Χόνερτ, «δεν αρκεί να επιβάλλεις απαγορεύσεις – αν φορτίζεις με ρεύμα από λιγνίτη ή άνθρακα, το περιβαλλοντικό όφελος είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο».
Η ευρωπαϊκή στρατηγική για τις μηδενικές εκπομπές δείχνει να δοκιμάζεται όχι μόνο από την τεχνολογία και την αγορά, αλλά και από τις κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες. Η επόμενη πενταετία θα κρίνει αν η Ε.Ε. θα παραμείνει προσηλωμένη στον αρχικό στόχο ή αν θα επαναδιαπραγματευτεί το πλαίσιο με βάση την πραγματικότητα που ήδη διαμορφώνεται.
