Μπορεί τα κινεζικά ηλεκτρικά να θεωρούνται απειλή για τις παραδοσιακές αυτοκινητοβιομηχανίες της Δύσης, όμως τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι αυτή η απειλή ίσως δεν είναι τόσο ασταμάτητη όσο φαινόταν.
Τον Φεβρουάριο του 2025, οι εξαγωγές ηλεκτρικών αυτοκινήτων από την Κίνα μειώθηκαν κατά 18% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2024, φτάνοντας τις 92.625 μονάδες, σύμφωνα με στοιχεία του τελωνείου της Κίνας που επεξεργάστηκε το Bloomberg.
Η πτώση δεν ήταν ομοιόμορφη. Σε ορισμένες βασικές αγορές, όπως η Νότια Κορέα και η Ισπανία, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά περίπου 50%, ενώ στο Βέλγιο καταγράφηκε πτώση 41%. Αντίθετα, κάποιες χώρες συνέχισαν να αυξάνουν τις εισαγωγές τους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το Μεξικό, όπου οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 623%, φτάνοντας τα 7.847 αυτοκίνητα.
Η συνολική εικόνα επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες: την αύξηση των δασμών στην Ευρώπη, τη σταδιακή κατάργηση των κρατικών επιδοτήσεων, την αυξημένη ζήτηση για επαναφορτιζόμενα υβριδικά, καθώς και τη μείωση των πωλήσεων της Tesla. Η τελευταία οφείλεται εν μέρει στην αναμονή για την ανανεωμένη έκδοση του Model Y, αλλά και στη γενικότερη αποστασιοποίηση από τον διευθύνοντα σύμβουλο Elon Musk.
Σε επίπεδο ηπείρων, η Ασία παραμένει ο βασικός προορισμός των κινεζικών ηλεκτρικών, απορροφώντας περίπου τα μισά από τα εξαγόμενα μοντέλα, με πτώση μόλις 2,7%. Στην Ευρώπη, όμως, που καλύπτει σχεδόν το ένα τρίτο των εξαγωγών, η πτώση άγγιξε το 30%, ενώ στη Βόρεια Αμερική περιορίστηκαν σχεδόν στο μηδέν, με μόλις 163 μονάδες (-97%).
Η Τουρκία και η Ινδονησία ήταν δύο ακόμη αγορές με σημαντική άνοδο – 131% και 79% αντίστοιχα. Στον αντίποδα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κατέγραψαν πτώση 20%. Παρά την περιορισμένη σημασία της σε απόλυτα νούμερα, η Αφρική παρουσίασε αύξηση 87%, αλλά παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα (1.275 αυτοκίνητα τον Φεβρουάριο).
Παρά την αύξηση των εξαγωγών σε λίγες αγορές, η γενική τάση δείχνει κόπωση, με πολλές παραδοσιακές αγορές να περιορίζουν τη ζήτησή τους. Αν η τάση αυτή συνεχιστεί, ενδέχεται να επηρεάσει τις στρατηγικές των κινεζικών κατασκευαστριών, ιδίως απέναντι στις ρυθμιστικές πιέσεις που αυξάνονται σε Ευρώπη και Αμερική.