Η ZF, ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές της αυτοκινητοβιομηχανίας, καλείται να δανείζεται πλέον με επιτόκιο 7%, γεγονός που φέρνει στο φως τις βαθύτερες πιέσεις που δέχεται ολόκληρη η ευρωπαϊκή βιομηχανία εξαρτημάτων.
Η ZF Friedrichshafen, ένας από τους βασικούς προμηθευτές μεγάλων κατασκευαστριών όπως η BMW και η Volkswagen, βρίσκεται σήμερα σε δεινή χρηματοοικονομική θέση. Η εταιρεία αναγκάστηκε να προχωρήσει σε ομολογιακή έκδοση πενταετούς διάρκειας με επιτόκιο 7%, υπερτριπλάσιο σε σχέση με το 2% που πλήρωνε για αντίστοιχη έκδοση το 2019.
Πρόκειται για ένα σαφές σημάδι των νέων, δυσκολότερων συνθηκών δανεισμού για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία. Το βάρος της ZF προέρχεται κυρίως από δύο μεγάλες εξαγορές: την TRW Automotive έναντι περίπου 12 δισ. ευρώ και τη Wabco για περίπου 6,5 δισ. ευρώ.
Οι εξαγορές αυτές έγιναν σε εποχές χαμηλών επιτοκίων, με στόχο την ενίσχυση στους τομείς της ασφάλειας, των συστημάτων ADAS και της ηλεκτροκίνησης. Σήμερα, όμως, η εταιρεία καλείται να αναχρηματοδοτεί πάνω από 2 δισ. ευρώ κάθε χρόνο μέχρι το 2030 με πολύ υψηλότερο κόστος, τη στιγμή που η λειτουργική της κερδοφορία συρρικνώνεται, μόλις 2,3% για το τρίτο τρίμηνο του 2025.
Η ZF δεν είναι μόνη. Η Bosch, επίσης προμηθεύτρια και με έμφαση στα εξηλεκτρισμένα συστήματα και την αυτόνομη οδήγηση, σχεδιάζει την κατάργηση 13.000 θέσεων εργασίας έως το 2030. Η ίδια η ZF ανακοίνωσε την πρόθεσή της να καταργήσει 7.600 θέσεις μόνο στη μονάδα εξηλεκτρισμένων συστημάτων μετάδοσης και έως 14.000 θέσεις συνολικά στη Γερμανία.
Οι ανησυχίες δεν περιορίζονται στις μεγάλες εταιρείες. Σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Στατιστικό Γραφείο της Γερμανίας, ο κλάδος έχει ήδη χάσει περίπου 50.000 θέσεις εργασίας το 2025, ενώ οι πτωχεύσεις εταιρειών του τομέα εξαρτημάτων κινούνται στο υψηλότερο επίπεδο από το 2010.
Οι πιο μικροί προμηθευτές, χωρίς πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό ή εισαγωγή στο χρηματιστήριο, αναγκάζονται να προσφεύγουν σε λύσεις όπως η επαναμίσθωση (sale-and-leaseback) ή ομόλογα με διψήφια επιτόκια.
Ουσιαστικά, αυτό που συμβαίνει με την ZF δεν είναι απλώς ένα πρόβλημα ισολογισμού, αλλά ένα δομικό τεστ για ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας. Το αυξημένο κόστος χρήματος περιορίζει την ικανότητα επένδυσης, οδηγεί σε μεταφορά παραγωγής εκτός Ευρώπης και επηρεάζει ακόμη και την έρευνα και ανάπτυξη για την επόμενη γενιά εξηλεκτρισμένων συστημάτων.
Αν και η ZF διατηρεί ακόμη ένα «μαξιλάρι» ρευστότητας άνω των 7 δισ. ευρώ, δεν μπορεί να αντλήσει κεφάλαια μέσω χρηματιστηρίου καθώς ελέγχεται από το Ίδρυμα Zeppelin. Η σχεδιαζόμενη πώληση της μονάδας Lifetec (αερόσακοι και ζώνες ασφαλείας) έχει ήδη καθυστερήσει, περιορίζοντας περαιτέρω τα περιθώρια μείωσης του χρέους.
Ακόμα και πολιτικά, το ζήτημα έχει αρχίσει να προκαλεί αντιδράσεις. Ο καγκελάριος Friedrich Merz κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επανεξετάσει την πλήρη απαγόρευση πώλησης κινητήρων εσωτερικής καύσης από το 2035, προειδοποιώντας ότι μια κατάρρευση του τομέα μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια εθνικής ευημερίας.
Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: αν οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου δυσκολεύονται να επιβιώσουν στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία, οι μικρότερες έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες. Η περίπτωση της ZF είναι ίσως το πρώτο από μια σειρά «καμπανάκια» για την ανάγκη επανεξέτασης του ρυθμού και της χρηματοδοτικής στρατηγικής της ενεργειακής μετάβασης στην αυτοκινητοβιομηχανία.
